τρίβεται

τρίβεται
τρί̱βεται , τρίβω
rub
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν …   Dictionary of Greek

  • τριβοηλεκτρισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζονται αντίθετα ηλεκτρικά φορτία σε δύο σώματα, όταν τρίβονται μεταξύ τους. Παρουσιάζεται στην τριβή μεταξύ στερεών ή μεταξύ υγρών και στερεών ή μεταξύ αερίων και στερεών. Στην περίπτωση μονωτικών σωμάτων, η… …   Dictionary of Greek

  • έντριψη — ἔντριψις, η (Α) εντριβή, επάλειψη με αλοιφή ή υγρό, μασάζ αρχ. 1. επάλειψη τού προσώπου με ψιμύθιο ή άλλο καλλυντικό 2. η ουσία με την οποία αλείφεται ή τρίβεται κανείς, κυρίως το ψιμύθιο …   Dictionary of Greek

  • αλίξαντος — ἁλίξαντος, ον (Α) 1. αυτός που τρίβεται, φθείρεται από τη θάλασσα 2. «ἁλίξαντος μόρος» θάνατος από πρόσκρουση σε βραχώδη ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἃλς) + ξαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αλλοφανής — Άμορφο ορυκτό, που μοιάζει με νεφρό ή ρώγες σταφυλιών ή και με σταλακτίτες, καθώς και ως επικάθισμα πάνω σε άλλα ορυκτά και πετρώματα με εξωτερική όψη οπαλίου. Τρίβεται εύκολα και είναι διαφανής, είτε άχρωμος είτε κίτρινος, γκριζοκαστανός,… …   Dictionary of Greek

  • αμφίκαυστις — ἀμφίκαυστις, εως, η (Α) 1. ώριμο στάχυ τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο ημίχλωρος καρπός), ψάνη 2. (στους Κωμ.) το αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + καῦστις «ώριμο κριθάρι», θ. τού καύστης < ἔκαυσα, αόρ. του ρ. καίω] …   Dictionary of Greek

  • γεώδης — ες (AM γεώδης, ες) [γέα, γη] 1. αυτός που έχει τη σύσταση ή το χρώμα τού εδάφους, χωμάτινος 2. ο χωματώδης, εκείνος που έχει πολύ χώμα αρχ. μσν. ο γήινος, ο σχετικός με τη σάρκα και τα εγκόσμια, σε αντίθεση με τον ουράνιο, τον πνευματικό («γεώδη… …   Dictionary of Greek

  • δύσθρυπτος — δύσθρυπτος, ον (Α) αυτός που τρίβεται δύσκολα …   Dictionary of Greek

  • εΰτριπτος — ἐΰτριπτος, ον (Α) αυτός που τρίβεται εύκολα, ο εύθρυπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τριπτός (< τρίβω)] …   Dictionary of Greek

  • ελαστίνη — Πρωτεΐνη (σκληροπρωτεΐνη) που βρίσκεται στους συνδετικούς ιστούς των διαφόρων ζώων, προσδίδοντάς τους ελαστικότητα. Περιέχει μεγάλα ποσά υδρόφοβων αμινοξέων, όπως γλυκίνη, προλίνη και λευκίνη. Σε υγρή κατάσταση μοιάζει με ελαστικό, ενώ σε ξηρή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”